Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με πεσμένο το

  • 1 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 2 ηθικό(ν)

    τό
    1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;

    μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;

    ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;

    συντρίβω το ηθικό(ν)сло-

    мить моральный дух;

    ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;

    διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;

    χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;

    με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;

    2) нравственность;

    άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθικό(ν)

  • 3 ηθικό(ν)

    τό
    1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;

    μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;

    ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;

    συντρίβω το ηθικό(ν)сло-

    мить моральный дух;

    ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;

    διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;

    χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;

    με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;

    2) нравственность;

    άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθικό(ν)

  • 4 валежина

    θ.
    δέντρο πεσμένο.

    Большой русско-греческий словарь > валежина

  • 5 деморализованный

    επ. από μτχ.
    με πεσμένο (σμπαραλιασμένο) το ηθικό.

    Большой русско-греческий словарь > деморализованный

  • 6 карча

    θ. (διαλκ.) δέντρο, κούτσουρο πεσμένο στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > карча

См. также в других словарях:

  • πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… …   Dictionary of Greek

  • επενδίδωμι — ἐπενδίδωμι, (Α) 1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» και πεσμένο τόν χτυπώ για τρίτη φορά, τού δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… …   Dictionary of Greek

  • Δεξίλεως — (414 – 394 π.Χ.). Αθηναίος αριστοκράτης της τάξης των ιππέων. Σκοτώθηκε σε ηλικία είκοσι ετών, μαζί με άλλους ιππείς και με τον φύλαρχο Αντιφάνη, στην Κόρινθο. Τον έθαψαν στον Κεραμεικό, όπου σώζεται επιτύμβια στήλη αττικής τέχνης με παράσταση… …   Dictionary of Greek

  • Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… …   Dictionary of Greek

  • Λασκό — (Lascaux). Σπήλαιο της νοτιοκεντρικής Γαλλίας, στον νομό της Δορδόνης. Ανακαλύφθηκε το 1940 από τέσσερα παιδιά και αποδείχτηκε πλουσιότατο σε βραχογραφίες της μαγδαλήνιας περιόδου (περ. 13000 π.Χ.). Αποτελείται από πολλές συνεχόμενες αίθουσες,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρντούκ — (Marduk). Βαβυλωνιακή θεότητα. Το όνομά του είναι σουμερικής προέλευσης και, όταν η Βαβυλώνα ορίστηκε πρωτεύουσα του βασιλείου του Χαμουραμπί, οι ιερείς της Βαβυλώνας επεξεργάστηκαν ένα σύστημα συγκρητισμού, χάρη στο οποίο ο Μ. απέκτησε τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • διασκελίζω — διασκέλισα, περνώ πάνω από κάτι ανοίγοντας τα σκέλη μου, υπερπηδώ: Διασκέλισε το πεσμένο εμπόδιο και συνέχισε το δρόμο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»